20 Απρ 2010

«Μνήμες εμφυλίου … μνήμες ιστορίας… με το Γιάννη Ατζακά τη Δευτέρα 26 Απριλίου

 «Μνήμες εμφυλίου … μνήμες ιστορίας…
Η επιστροφή του πολιτικού μυθιστορήματος»

Το βιβλιοπωλείο ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΦΡΑΣΗ
σας προσκαλεί στην παρουσίαση των βιβλίων 
του ΓΙΑΝΝΗ ΑΤΖΑΚΑ
• Διπλωμένα φτερά
• Θολός βυθός (Κρατικό βραβείο μυθιστορήματος)

Θα προλογίσει ο ποιητής Γ. Χ. Θεοχάρης
και θα ακολουθήσει συζήτηση με το συγγραφέα

τη Δευτέρα 26 Απριλίου 2010, ώρα 8.30 μ.μ.

στο βιβλιοπωλείο ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΦΡΑΣΗ
(Δημάρχου Ι. Ανδρεαδάκη 49, πρώην Πεσ. Μαχητών, Λιβαδειά).

Πόσοι άραγε έχουν ακούσει για τις «παιδοπόλεις», τα υπό την αιγίδα της βασίλισσας Φρειδερίκης ιδρύματα της μετεμφυλιακής Ελλάδας, με παιδιά άπορα και ορφανά από πατεράδες σκοτωμένους (αντάρτες κυρίως, αλλά και στρατιώτες) του Εμφυλίου;
Μια συλλογική «πληγή» που αφορά περίπου 30.000 παιδιά σε 50 παιδοπόλεις, η οποία δεν έχει ψαχτεί και καταγραφεί όπως θα 'πρεπε από ειδικούς ερευνητές. Μια παράλληλη παράμετρος, ελάχιστα εξερευνημένη κι αυτή, αφορά περίπου 25.000 παιδιά ανταρτών, τα οποία εκούσια ή ακούσια πέρασαν τότε στις γειτονικές χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, μεγαλώνοντας και σπουδάζοντας εκεί.
Μαρτυρία εκ βαθέων με άρτια λογοτεχνικά εφόδια αποτελεί το βιβλίο «Θολός βυθός» του συνταξιούχου φιλόλογου Γιάννη Ατζακά, που ζει στη Θεσσαλονίκη (εκδόσεις «Αγρα»). Μια τραυματική εμπειρία έξι χρόνων που έζησε από τα οκτώ του έως τα δεκατέσσερά του (1949-1955), μεταφερόμενος διαδοχικά σε τέσσερα τέτοια ιδρύματα: στο Καστρί και στη Νέα Σμύρνη στην Αθήνα, στη Δοβρά Βέροιας και στη Θεσσαλονίκη.
Αυστηρή πειθαρχία, απαγορεύσεις, τιμωρίες, σχολικά μαθήματα, ομαδική εργασία, προπαγανδιστικά κηρύγματα, τραγούδια πατριωτικά, ύμνοι χριστιανικοί. Αλλά και αρκετό παιχνίδι, κάποιες εκδρομές, ανακάλυψη λογοτεχνικών βιβλίων, όνειρα, ερωτικά σκιρτήματα.
Ο «Θολός βυθός» έρχεται σαν συνέχεια του πρώτου βιβλίου του Ατζακά «Διπλωμένα φτερά» («Αγρα»). Κι εκείνο αυτοβιογραφικό, εξίσου γλαφυρό και συγκινητικό, «ζουμάρει» στο λυκαυγές του βίου του, στα πρώτα οκτώ χρόνια του. Το '41, νεογέννητο παιδί μόλις είκοσι ημερών σ' ένα χωριό της Θάσου, χάνει τη μητέρα του λόγω ασθένειας, ενώ ο πατέρας λείπει στα βουνά κατά των κατακτητών και στη συνέχεια εξαφανισμένος με τους αριστερούς αντάρτες στον Εμφύλιο. Η ακάματη, ταπεινή και θυμόσοφη γιαγιά Βενετιά αναλαμβάνει «να το αναστήσει, να το τρανέψει, να το κάνει άνθρωπο». Ο παππούς τρέχει στα κτήματα και στις ελιές. Λόγω ανέχειας και ηλικίας, η γιαγιά θα αναγκαστεί κάποια στιγμή με βαριά καρδιά να δώσει το ορφανό σε «παιδόπολη».
Και στα δύο βιβλία, η μνήμη, οδυνηρή και πανίσχυρη, σκαλίζει τη σκορπισμένη άγουρη ζωή του αφηγητή σε μια ταραγμένη εποχή. Με τα αθώα μάτια ενός παιδιού κι ενίοτε με τη στωική ματιά του ενήλικα.
Το πρώτο σας βιβλίο «Διπλωμένα φτερά» είναι μια οφειλή στη γιαγιά Βενετιά που σας ανέθρεψε στα πρώτα σας παιδικά βήματα στο νησί της Θάσου;
«Στο τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου ο αφηγητής, σ' έναν εσωτερικό μονόλογο, αναζητά και ο ίδιος τα κίνητρα της γραφής: "...Περισσότερο είναι ένας στερνός αποχαιρετισμός σ' έναν κόσμο που έφυγε για πάντα και μαζί του έφυγαν κι εκείνοι που τον κράτησαν στις πλάτες τους και τον έφεραν ώς τις δικές μας μίζερες μέρες... Στο πρόσωπο της γρια-Βενετιάς, σαν ένας τρυφερός ασπασμός σ' όλες τις γριούλες του αιώνα που πέρασε• σ' αυτές που εσύ πρόλαβες κι αντάμωσες, πότε στις ερημιές και πότε στις μικρές αυλές τους, πάντοτε μαυροφορεμένες για πρόσφατα και παλαιά πένθη• και στις άλλες, που, εσύ δεν αξιώθηκες να συναπαντήσεις, τις ξεχασμένες σε νησιά και σε όρη. Σ' όλες αυτές, που από μάνα σε θυγατέρα, ξέρανε όλες τις πανάρχαιες τέχνες και τεχνικές• που κατέχανε όλα τα μυστικά της φωτιάς• που γνωρίζανε τις γιατρειές, τις γητειές και τα άρρητα ξόρκια• που αντέξανε αγόγγυστα όλες τις δοκιμασίες και τα δεινά του ταπεινού οίκου τους• που μια ζωή, τα έδωσαν όλα στους δικούς τους -και την ψυχή τους την ίδια- και δεν έλαβαν στο χέρι παρά ελάχιστα ψίχουλα". Σήμερα σ' αυτά θα πρόσθετα και τη νοσταλγία: όσο πιο άσχημος κι ακατανόητος γίνεται ο δικός μας κόσμος τόσο βαθαίνει η νοσταλγία για όσα χάθηκαν ίσως για πάντα».
Κάπου λέτε μέσα «τα θέλουμε όλα διπλά και τριπλά... Αυτή η αχορτασιά και οι πολλές ευκολίες είναι που θα χαλάσουν μια των ημερών τούτη τη γη». Είναι το στίγμα της εποχής μας;
«Είναι πράγματι το στίγμα της εποχής μας -με όσες σημασίες έχει η λέξη- και πρόκειται να καταγραφούμε ως μια βαριά στιγματισμένη εποχή. Δεν είναι μόνο που αυτή η πλησμονή αγαθών στις δυτικές κοινωνίες είχε ως τίμημα την υποθήκευση του ελεύθερου χρόνου και τη διάλυση των ανθρώπινων σχέσεων, ούτε που έχει καταστρέψει ακόμη κι αυτό το αίσθημα της ευχαρίστησης - αυτό θα ήταν ένα αναμενόμενο και δίκαιο κόστος. Εκείνο που έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι ότι απειλείται άμεσα η ζωή του πλανήτη και των επόμενων γενεών από αυτή την καταναλωτική απληστία και την επίμονη αφροσύνη».
Στον «Θολό βυθό» ακούγεται η φωνή ενός παιδιού που περιφέρεται σε ορφανοτροφεία. Σαν αντίστιξη ακούγεται ενίοτε η φωνή του ενήλικου αφηγητή, που σχολιάζει με την απόσταση του χρόνου. Γιατί; Στο πρώτο βιβλίο σας αυτό δεν υπάρχει.
«Στα "Διπλωμένα φτερά" οι "άνεμοι της μνήμης" ανασηκώνουν τον ώριμο άντρα από τον ξένο τόπο και τον εναποθέτουν στα πατρογονικά χώματα. Ετσι είναι ο άντρας που επιστρέφει κι αναστοχάζεται τα πρώτα παιδικά χρόνια του, φτωχικά κι ανέφελα, στο νησί του, κοντά στη γιαγιά Βενετιά. Αντίθετα, στον "Θολό βυθό" είναι το παιδί των παιδοπόλεων που αναδύεται σαν φάσμα από τα βάθη της μνήμης του. Οι παρεμβάσεις του άντρα, με όλο το φορτίο εμπειριών, γνώσεων, ιδεών και αισθημάτων που αυτός πια διαθέτει, γίνονται για να συνδέσουν την πρώιμη "μνήμη" με την ύστερη "κρίση", το "τραύμα" με την "ίαση". Αφήνεται, έτσι, ο αναγνώστης να ανασυνθέσει μόνος του το διχασμένο πρόσωπο του κεντρικού ήρωα και να κάνει τις δικές του αποτιμήσεις για εκείνο το καινοφανές μετεμφυλιακό μόρφωμα που υπήρξαν οι παιδοπόλεις».
Τι σας έδινε κουράγιο και σθένος για να τα βγάλετε πέρα σ' εκείνη την έγκλειστη ζωή;
«Η βραχεία και επιλεκτική μνήμη που απωθεί οτιδήποτε δυσάρεστο, η ελλειπτική συνείδηση των τραγικών καταστάσεων, που μ' αυτήν έχει προνοητικά εξοπλίσει όλα τα παιδιά η φύση. Αλλά παράλληλα η ακατάβλητη παιδική ζωτικότητα, η κοινή μας μοίρα, η συντροφικότητα, η φιλία, η φροντίδα και σε αρκετές περιπτώσεις, η αληθινή αγάπη από ομαδάρχισσες και δασκάλους».
Τι μένει σαν καταστάλαγμα απ' όλη τη θητεία σας σ' αυτές τις «παιδοπόλεις»;
«Οσα έχουν καταγραφεί στο αφήγημα ως κατακάθι όλων των παιδικών θλίψεων αποτελώντας τον "Θολό βυθό" της μνήμης. Κι όσα παραμένουν ακόμη σε μιαν απλησίαστη κι ανεξερεύνητη περιοχή μου, άγνωστη και σε μένα τον ίδιο. Σίγουρα σωρεύτηκε τότε ανεπαίσθητα μέσα μου και μια ενστικτώδης απέχθεια για κάθε κατάχρηση εξουσίας, για κάθε μορφή μισαλλοδοξίας - που, για μένα τουλάχιστον, είναι αυτές που έγραψαν τις πιο μελανές σελίδες εκείνων των παιδικών στρατοπέδων».
Η ρήση της γιαγιάς Βενετιάς «Ο Θεός ορφανά κάνει, άμοιρα δεν κάνει» έχει αντίκρισμα για σας, αλλά και γενικότερα για κάθε άνθρωπο;
«Η επαναλαμβανόμενη ως επωδός ρήση της γιαγιάς Βενετιάς σχετίζεται μ' έναν κόσμο ολιγάρκειας, αν όχι ανέχειας, οπότε το "μοιράδι" των ορφανών μπορεί να είναι τα ελάχιστα εκείνα ψιχία που θα τα κρατούσαν στη ζωή και θα έδιναν και σ' αυτά μια ταπεινή θέση στην κοινωνία. Στις μέρες μας, που "ο καλός Θεός βάλθηκε να κάνει τόσα νεκρά παιδιά", ακόμη και τα πιο "άμοιρα" ορφανά πρέπει να νιώθουν ευχαριστημένα. Στη δική μου περίπτωση η παρηγορητική ρήση της, παρά και τις μετέπειτα δοκιμασίες, έχει ώς τώρα επαληθευτεί στο έπακρο. Αλλά και ο κάθε άνθρωπος πιστεύω πως έχει το δικό του αστέρι, αρκεί να μπορέσει να το διακρίνει μέσα από τα δικά του σκοτάδια».
Εχοντας περάσει τόσες και τόσες δυσκολίες στην παιδική και εφηβική ζωή σας, από πού αντλείτε σήμερα ελπίδα; Τι αποκούμπια έχετε;
«Από τα τελευταία στρατηγικά αποθέματα αισιοδοξίας μου που φύλαξα για τις δύσκολες μέρες, που πάντα πίστευα ότι θα επανέλθουν. Αλλά κι από την ακλόνητη πίστη ότι η ψυχική καρτερία των ανθρώπων έχει ανεξάντλητα όρια κι ότι και το ελάχιστο μπορεί να αποβεί αρκετό - αυτό υπήρξε για μένα το μέγιστο μάθημα των παιδοπόλεών μου. Τα "αποκούμπια" μου είναι τα πιο τρυφερά πρόσωπα, τα πιο απλά πράγματα: γυναίκα, παιδιά και εγγόνια• ένα ποτήρι κρασί με φίλους, ένας μοναχικός περίπατος στις ακτές και τα δάση - για όσο θα υπάρχουν ακόμη. Η γραφή κι ο καλός λόγος, το στερνό καταφύγιο».
Πηγή:Έντυπη Έκδοση
Ελευθεροτυπία, Σάββατο 31 Ιανουαρίου 2009
Μεγάλωσα στις παιδοπόλεις της Φρειδερίκης
στον ΓΙΩΡΓΟ ΒΙΔΑΛΗ  

Δεν υπάρχουν σχόλια: